Incorporate στα ελληνικά
Μετάφραση: incorporate, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενσωματώνω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- access στα ελληνικά - πρόσβαση, προσπέλαση, πρόσβασης, την πρόσβαση, πρόσβαση στο, η πρόσβαση
- bijouterie στα ελληνικά - χρυσοχοεία, πολύτιμων αντικειμένων, μόδας, πολύτιμων, κοσμήματα μόδας
- bollard στα ελληνικά - κολωνάκι, δέστρα, κολονακιού, δέστρας
- bottle-gourd στα ελληνικά - μπουκάλι, σε φιάλη, μπιμπερό, με μπιμπερό, το μπουκάλι
Τυχαίες λέξεις
Incorporate στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενσωματώνω
Μεταφράσεις: ενσωματώνω