Inmate στα ελληνικά

Μετάφραση: inmate, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρόφιμος
Inmate στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aboriginal στα ελληνικά - ιθαγενής, γηγενής
  • bagging στα ελληνικά - σακκόπανο, σακκιάσματος, ενσακκίσεως, ενσάκισης, ενσάκκιση
  • befuddled στα ελληνικά - σαστισμένοι
  • cataclysmic στα ελληνικά - κατακλυσμικός, κατακλυσμική, κατακλυσμιαίες, κατακλυσμικό, κατακλυσμιαία
Τυχαίες λέξεις
Inmate στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρόφιμος