Interruption στα ελληνικά

Μετάφραση: interruption, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακοπή
Interruption στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • airbrick στα ελληνικά - αεραγωγό
  • aphasia στα ελληνικά - αφασία, αφασίας, την αφασία, η αφασία, της αφασίας
  • apothegm στα ελληνικά - απόφθεγμα, αποφθέγματα
  • bionics στα ελληνικά - βιονική, Bionics, βιονικής, Η βιονική, τη βιονική
Τυχαίες λέξεις
Interruption στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακοπή