Διακοπή στα αγγλικά

Μετάφραση: διακοπή, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pause, severance, interruption, break, interrupt, discontinuance
Διακοπή στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: διακοπή

break
  • διακοπή
  • θραύση
  • διάσπαση
pause
  • παύση
  • διακοπή
  • παύλα
recess
  • εσοχή
  • αποχώρηση
  • διακοπή
  • κοίλωμα τοίχου
  • απομεμονωμένο μέρος
respite
  • αναβολή
  • διακοπή
  • αναστολή
  • ανακοπή
  • ανάπαυση
abortion
  • άμβλωση
  • έκτρωση
  • αποβολή
  • έκτρωμα
  • εξάμβλωμα
  • διακοπή
breather
  • παύση
  • διακοπή
  • ξεκούραση
vacation
  • διακοπές
  • διακοπή
  • αργία
  • σχολή
  • εκκένωση
interrupt
  • διακοπή
adjournment
  • αναβολή
  • διακοπή
interception
  • διακοπή
intermission
  • διάλειμμα
  • διάλειμα
  • διακοπή
interruption
  • διακοπή
  • παρέμβαση
disconnection
  • αποσύνδεση
  • διακοπή
  • ασύνδετο
discontinuance
  • διακοπή

Σχετικές λέξεις: διακοπή

διακοπή νερού, διακοπή καπνίσματος, διακοπή δικαστηρίων λόγω εκλογών, διακοπή θηλασμού, διακοπή περιόδου, διακοπή λεξικό γλώσσας αγγλικά, διακοπή στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • διακλάδωση στα αγγλικά - ramification, branch, bifurcation, fork, branching
  • διακοπές στα αγγλικά - vacation, holiday, holidays, rental, vacations
  • διακοσμώ στα αγγλικά - decorate, spangle, garnish, blazon, illuminated
  • διακρίσεις στα αγγλικά - discrimination, distinctions, discriminatory, discriminate, subheadings
Τυχαίες λέξεις
Διακοπή στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: pause, severance, interruption, break, interrupt, discontinuance