Item στα ελληνικά
Μετάφραση: item, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κομμάτι, πράγμα, είδος, στοιχείο, σημείο, αντικείμενο, στοιχείου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adjudicating στα ελληνικά - φορέας, φορέα, αναθέτων, αναθέτουσα, αναθέτοντα
- arrival στα ελληνικά - άφιξη
- bailer στα ελληνικά - σεσούλα, εγγυητής, αντλία, βάνα
Τυχαίες λέξεις
Item στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κομμάτι, πράγμα, είδος, στοιχείο, σημείο, αντικείμενο, στοιχείου
Μεταφράσεις: κομμάτι, πράγμα, είδος, στοιχείο, σημείο, αντικείμενο, στοιχείου