Λέξη: αργός

Σχετικές λέξεις: αργός

αργός θάνατος, αργός μεταβολισμός, αργός λίθος, αργός υπολογιστής, αργός συνώνυμα, αργός σίδηρος, αργός χορός, αργός τουρισμός, αργός ορεστικό, αργόσ λόρισ

Συνώνυμα: αργός

φυγόπονος, άεργος, άνεργος, οκνηρός, μάταιος, καθυστερημένος, βραδύνων, πρόσφατος, πρώην, μακαρίτης, βραδύς, άχρηστος, αναβλητικός, οκνός, μακροχρόνιος

Μεταφράσεις: αργός

αργός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
late, tardy, slow, slower, a slow, sluggish

αργός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tarde, tardío, lento, lenta, lentos, lentamente, lentitud

αργός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spät, langsam, unlängst, verzögert, neulich, kürzlich, verspätet, langsamen, langsame, mittel, langsamer

αργός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
antécédent, récemment, lent, retardé, tard, défunt, tardif, antérieur, avancé, feu, dernièrement, récent, dernier, lente, lents, lentement, lenteur

αργός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tardivo, tardi, tardo, lento, lenta, lenti, lentamente, slow

αργός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
durar, alcatrão, asfaltar, tardio, recentemente, ultimamente, piche, tarde, perdurar, último, lento, lenta, lentos, devagar, lentas

αργός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vergevorderd, onlangs, laat, langzaam, traag, vertragen, langzame, trage

αργός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
покойный, поздно, медлительный, давешний, запоздалый, медленный, несвоевременный, поздний, медленно, медленным, медленное, медленная

αργός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sen, forhenværende, langsom, treg, slow, tregt, sakte

αργός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
långsam, försenad, sen, långsamt, långsamma, lång, slow

αργός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
entinen, hiljakkoin, vainaa, myöhä, jörö, vitkasteleva, juro, hiljattain, myöhään, äsken, hidas, hitaasti, hidasta, hitaan, hitaita

αργός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sen, sent, forsinket, langsom, langsomt, langsomme, slow

αργός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dřívější, nedávný, pokročilý, opožděný, pozdě, pomalý, poslední, minulý, pozdní, zdlouhavý, pomalu, pomalé, pomalá, Pomalou

αργός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poprzedni, późno, ostatni, nierychliwy, późny, ociężały, powolny, niedawny, wolny, wolno, powolne, powoli

αργός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
legutóbbi, kései, késleltetett, néhai, lassú, lassan, a lassú

αργός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geç, yavaş, yavaş bir, düşük, ağır

αργός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
запирання, пізній, фіксування, повільний, повільно, поволі

αργός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i ngadalshëm, i ngadaltë, ngadalshëm, ngadaltë, të ngadaltë

αργός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бавен, бавно, бавна, бавното, бавни

αργός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
агонь, позна, павольна, марудна, паволі

αργός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hiline, hilja, pikaldane, aeglane, aeglaselt, aeglase, aeglased, aeglast

αργός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
skorašnji, kasno, lak, zakasnio, pokojni, kasan, krajem, kasni, sporo, spor, spori, polako, spore

αργός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
seint, seinn, hægur, hægt, hæg, hægfara

αργός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
tardus, sero

αργός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lėtas, lėtai, lėta, lėto

αργός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
novēlojies, vēlu, nesen, lēni, lēns, lēna, lēnas

αργός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бавен, бавно, бавни, бавното, бавна

αργός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
târziu, lent, lentă, lente, încet, lenta

αργός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kasno, pozen, pozno, počasi, počasna, počasen, počasno, počasni

αργός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neskoro, pomalý, pomaly, pomalá, pomalé
Τυχαίες λέξεις