Lawsuit στα ελληνικά

Μετάφραση: lawsuit, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δίκη
Lawsuit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aesthetic στα ελληνικά - αισθητικός, αισθητική, αισθητικής, αισθητικές, αισθητικό
  • apposition στα ελληνικά - παράθεση, απόθεση, εναπόθεση, εναπόθεσης, αποθέσεως
  • carillon στα ελληνικά - μουσικοί κωδώνες, Carillon, κωδωνοστοιχία
  • centrifugally στα ελληνικά - φυγοκεντρικά, φυγοκεντρικής, φυγοκεντρικώς, φυγόκεντρα, της φυγόκεντρου δύναμης
Τυχαίες λέξεις
Lawsuit στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δίκη