Loosen στα ελληνικά
Μετάφραση: loosen, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαλαρώνω, μολάρω, χαλαρώστε, χαλαρώσει, να χαλαρώσει, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- acquirer στα ελληνικά - αποκτών, αγοραστή, αγοραστής, αποκτώντος, αποκτώντα
- ammonium στα ελληνικά - αμμώνιο, αμμωνίου, του αμμωνίου
- antiquarianism στα ελληνικά - αρχαιοδίφηση, αρχαιοδιφία
- ascending στα ελληνικά - αύξουσα, φθίνουσα, Ταξινόμηση, αυξουσα, σειρά Αύξουσα
Τυχαίες λέξεις
Loosen στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαλαρώνω, μολάρω, χαλαρώστε, χαλαρώσει, να χαλαρώσει, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν
Μεταφράσεις: χαλαρώνω, μολάρω, χαλαρώστε, χαλαρώσει, να χαλαρώσει, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν