Λέξη: γλύφω
Σχετικές λέξεις: γλύφω
γλύφω μετάφραση στα αγγλικά, γλύφω στα αγγλικά
Μεταφράσεις: γλύφω
γλύφω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
carve, glyph, lick, glyphs, carved, the glyph
γλύφω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
entallar, cortar, glifo, glyph, glifo de, glifos, de glifo
γλύφω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schnitzen, zerlegen, Glyphe, Glyphen, Glyph, Zeichen
γλύφω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
découper, couper, buriner, ciseler, sculpter, tailler, graver, glyphe, Glyph, glyphes, glyphe de
γλύφω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scolpire, glifo, glifi, icona, glyph, di glifi
γλύφω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
glifo, glyph, glifos, glifo de, de glifo
γλύφω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beeldhouwen, uithouwen, uithakken, glyph, hiëroglief, glief
γλύφω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выпиливать, высечь, делить, вырезать, высекать, резать, дробить, гравировать, ваять, глиф, Символ, Glyph, глифов, глифа
γλύφω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
snitte, glyph, tegnvariant, tegnvarianten, tegn
γλύφω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skära, glyph, tecken, tecknet, glyf
γλύφω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hakata, uurtaa, kaivertaa, vuolla, veistää, leikata, glyph, kuvion, kuviota, kuviojoukon
γλύφω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
glyf, glyph, glyffen, glyffer
γλύφω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozkrájet, vyřezat, vytesat, vyřezávat, nakrájet, krájet, glyph, glyf, piktogramy, glyfů, glyfu
γλύφω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyrzeźbić, wyrzynać, krajać, dzielić, rzeźbić, kroić, wycinać, wydrapywać, glifów, glif, glyph, glifu, nadlewka
γλύφω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
glyph, írásjel, betűkép, karakterjel, karakterjelkészlet
γλύφω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
oymak, kabartma, glif, glifi
γλύφω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вирізувати, вирізьбити, дробити, гліф, гліф з, гліфи, гліф перелічується
γλύφω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
skalit, glyph
γλύφω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
глиф, йероглиф, издатина, глифа
γλύφω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
глиф
γλύφω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uuristama, nikerdama, tähemärkide, glüüfi, glüüf, mistahes muu asi
γλύφω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
klesanje, rezbariti, gravirati, izrezbariti, glif
γλύφω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Glyph
γλύφω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
glifas, Glyph, glifų, Simbolinį ženklas, Reljefinės Iškirpti išskirtinis
γλύφω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
glifu
γλύφω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
знак
γλύφω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
simbol, glyph, glif, glifului, glifă
γλύφω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kraje, pismenka, glif, pismenki
γλύφω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
glyph
Τυχαίες λέξεις