Nomadic στα ελληνικά
Μετάφραση: nomadic, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φερέοικος, νομαδικός, νομαδικές, νομαδική, νομαδικών, νομαδικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adolescent στα ελληνικά - εφηβικός, έφηβος
- centralisation στα ελληνικά - συγκέντρωση, συγκεντρωτισμός, συγκεντρωτισμό, συγκεντρωτισμού, κεντροποίηση
Τυχαίες λέξεις
Nomadic στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φερέοικος, νομαδικός, νομαδικές, νομαδική, νομαδικών, νομαδικό
Μεταφράσεις: φερέοικος, νομαδικός, νομαδικές, νομαδική, νομαδικών, νομαδικό