Obstruction στα ελληνικά

Μετάφραση: obstruction, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στένωση, παρακώλυση
Obstruction στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • appurtenance στα ελληνικά - εξάρτημα, παρακολούθημα, το ανήκειν
  • axonometric στα ελληνικά - αξονομετρικά, αξονομετρικού, αξονομετρικών, αξονομετρική, αξονομετρικό
  • billet-doux στα ελληνικά - billet, καταυλίζω, πρισμάτων, μπιγέτα, μπιγέτας
Τυχαίες λέξεις
Obstruction στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στένωση, παρακώλυση