Occupation στα ελληνικά

Μετάφραση: occupation, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάληψη, επάγγελμα, κατοχή
Occupation στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acclimated στα ελληνικά - εγκλιματίζονται, εγκλιματισθεί, εγκλιματίσθηκαν, εγκλιματίστηκαν
  • actuarial στα ελληνικά - αναλογιστικές, αναλογιστικά, αναλογιστικών, αναλογιστική, αναλογιστικής
  • application στα ελληνικά - εφαρμογή, προσήλωση, αίτηση, χρήση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή
  • broccoli στα ελληνικά - μπρόκολο, το μπρόκολο, μπρόκολα, μπρόκολου, τα μπρόκολα
Τυχαίες λέξεις
Occupation στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάληψη, επάγγελμα, κατοχή