Onset στα ελληνικά

Μετάφραση: onset, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχή
Onset στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adamant στα ελληνικά - άκαμπτος, αμετάπειστος
  • averted στα ελληνικά - απέτρεψε, αποφεύχθηκε, αποτραπεί, αποφευχθεί, αποφευχθούν
  • biers στα ελληνικά - Εξαπτερύγων
Τυχαίες λέξεις
Onset στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχή