Operate στα ελληνικά
Μετάφραση: operate, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγχειρίζω, λειτουργώ, λειτουργούν, λειτουργεί, λειτουργία, λειτουργήσει, λειτουργίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abdominal στα ελληνικά - γαστρικός, κοιλιακός
- best-seller στα ελληνικά - μπεστ σέλερ
Τυχαίες λέξεις
Operate στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγχειρίζω, λειτουργώ, λειτουργούν, λειτουργεί, λειτουργία, λειτουργήσει, λειτουργίας
Μεταφράσεις: εγχειρίζω, λειτουργώ, λειτουργούν, λειτουργεί, λειτουργία, λειτουργήσει, λειτουργίας