Μέτρηση στα αγγλικά
Μετάφραση: μέτρηση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
measurement, measuring, measure, measured, measurement of
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: μέτρηση
measurement
- μέτρηση
- διαμέτρηση
- μέτρο
Σχετικές λέξεις: μέτρηση
μέτρηση θερμοκρασίας, μέτρηση πίεσης, μέτρηση οστικής πυκνότητας, μέτρηση χρόνου, μέτρηση μεταβολισμού, μέτρηση λεξικό γλώσσας αγγλικά, μέτρηση στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- μέσος στα αγγλικά - average, mean, median, medium, mid
- μέτοχος στα αγγλικά - shareholder, stockholder, shares, member, a shareholder
- μέτριος στα αγγλικά - mediocre, medium, moderate, passable, unremarkable
- μέτρο στα αγγλικά - meter, metre, measure, far, so far, measures
Τυχαίες λέξεις
Μέτρηση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: measurement, measuring, measure, measured, measurement of
Μεταφράσεις: measurement, measuring, measure, measured, measurement of