Paintwork στα ελληνικά

Μετάφραση: paintwork, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λουστράρισμα, βαφή, βάψιμο, χρώμα, βαφής, βαφές
Paintwork στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • annularly στα ελληνικά - στεφανιαία, δακτυλιοειδώς, δακτυλιοειδή, δακτυλιωτά, με δακτυλιοειδή
  • avowal στα ελληνικά - ομολογία
  • broomstick στα ελληνικά - σκουπόξυλο, αποστάτη, κοντάρι, σκουπόξυλου, αποστάτης
Τυχαίες λέξεις
Paintwork στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λουστράρισμα, βαφή, βάψιμο, χρώμα, βαφής, βαφές