Λέξη: περπατώ

Σχετικές λέξεις: περπατώ

περπατώ στο δάσος, περπατώ με ασφάλεια, περπατώ περπατώ μεσ την πολη, περπατώ γουρουνάκι, περπατώ εις το δάσος της στέλλας μιχαηλίδου, περπατώ περπατώ μες το δασος zouzounia, περπατώ εις το δάσος, περπατώ περπατώ μες το δάσος

Συνώνυμα: περπατώ

περιπατώ, βαδίζω

Μεταφράσεις: περπατώ

περπατώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
walk, walking, I walk, Walkman, I step

περπατώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pasear, ir, caminar, andar, camine, caminar a

περπατώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gehen, spaziergang, spazieren, gehweg, gang, laufen, gehsteig, marsch, Spaziergang, wandern, wandeln

περπατώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
route, promener, marchent, tour, marchons, chemin, promenez, sphère, balade, traverser, promenons, sentier, cheminer, repasser, promenade, marche, marcher, pied, à pied

περπατώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
marcia, passeggiata, camminata, camminare, piedi, a piedi, passeggiare, raggiungere a piedi

περπατώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
caminhar, andar, gales, caminhada, pé, a pé

περπατώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lopen, marcheren, mars, tippelen, wandelen, wandeling, loop, te lopen

περπατώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
походить, дорожка, тротуар, пройти, проходить, гулять, уйти, пройтись, бродить, бульвар, последовать, ходьба, исходить, поводить, прогулка, обойти, ходить, ходьбы, идти, пешком

περπατώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spasere, spasertur, gå, gange, går, vandre

περπατώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gå, promenad, promenera, går, vandra

περπατώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
talsia, tepastella, marssia, kävellä, tallustella, kävelymatkan, kävelymatka, kävelemään, kävele

περπατώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tur, spadseretur, gå, marchere, gang, gåtur, walk, går

περπατώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chození, vodit, dráha, chůze, kráčet, chodit, krok, chodník, vycházka, cesta, procházet, jít, procházka, pěšky

περπατώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wycieczka, droga, przechadzka, deptak, ścieżka, kroczyć, spacerować, pospacerować, zawód, chodzić, przechodzić, stęp, spacer, chód, stępa, iść, przejść

περπατώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
járásmód, séta, sétára, járni, gyalog, sétálni

περπατώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yürüyüş, yürümek, yürüme, yürüyün, yürümeye

περπατώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шмагання, ходити, міста, ходитимуть, ходитиме

περπατώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
eci, shëtitje, ecin, të ecin, ecni

περπατώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разходка, ходя, вървя, ходи, ходят

περπατώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хадзiць, стопень, хадзіць

περπατώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pardaliist, kõndima, kõndida, jalutuskäigu, jalutada, käima

περπατώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kretanje, kretati, hodanje, hodati, šetnji, ići, šetnja, šetati, hoda, prošetati

περπατώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ganga, að ganga, ganga í, gengið, gengur

περπατώ στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ambulare

περπατώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vaikščioti, eiti, pėsčiomis, nueiti, pasivaikščioti

περπατώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iet, vadāt, vest, staigāt, gājiena attālumā, gājienā, gājiena

περπατώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прошетка, пешачат, одиме, оди, одење

περπατώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
plimbare, umbla, mers pe jos, mers, de mers, de mers pe jos

περπατώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hoditi, hoja, sprehod, hoje, hodi, hodite

περπατώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kráčať, chodiť, chôdze, chôdza, chodzou
Τυχαίες λέξεις