Permanently στα ελληνικά
Μετάφραση: permanently, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόνιμα, μονίμως, μόνιμη, οριστικά, διαρκώς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abscission στα ελληνικά - αποκοπή, πτώση του καρπού, η αποκοπή, την αποκοπή, της αποκοπής
- acquiescing στα ελληνικά - συναίνεση προς
- arduously στα ελληνικά - επίπονα, επίμονα
- cairo στα ελληνικά - Κάιρο, Καΐρου, του Καΐρου, Κάιρο της
Τυχαίες λέξεις
Permanently στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόνιμα, μονίμως, μόνιμη, οριστικά, διαρκώς
Μεταφράσεις: μόνιμα, μονίμως, μόνιμη, οριστικά, διαρκώς