Persecute στα ελληνικά
Μετάφραση: persecute, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταδιώκω, καταδιώκουν, διώκει, καταδιώξει, διώκουν, κατατρέχουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- achievement στα ελληνικά - επίτευξη, κατόρθωμα, επίτευγμα, υλοποίηση, επίτευξης
- additives στα ελληνικά - πρόσθετα, τα πρόσθετα, προσθέτων, προσθετικά, πρόσθετες ύλες
Τυχαίες λέξεις
Persecute στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταδιώκω, καταδιώκουν, διώκει, καταδιώξει, διώκουν, κατατρέχουν
Μεταφράσεις: καταδιώκω, καταδιώκουν, διώκει, καταδιώξει, διώκουν, κατατρέχουν