Pharmaceutical στα ελληνικά

Μετάφραση: pharmaceutical, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαρμακευτικός, φαρμακευτική, φαρμακευτικές, φαρμακευτικών, φαρμακευτικής
Pharmaceutical στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aftermath στα ελληνικά - επακόλουθο
  • banishing στα ελληνικά - εξοστρακισμός
  • cadre στα ελληνικά - στέλεχος στρατού, στέλεχος, στελέχη, στελεχών, μόνιμο προσωπικό
  • cavalries στα ελληνικά - ιππικού, ιππείς, ιππικού η
Τυχαίες λέξεις
Pharmaceutical στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαρμακευτικός, φαρμακευτική, φαρμακευτικές, φαρμακευτικών, φαρμακευτικής