Pier στα ελληνικά

Μετάφραση: pier, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόλος, αποβάθρα, προβλήτα, προβλήτας, βραχίονα, την προβλήτα
Pier στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ably στα ελληνικά - ικανά
  • air-plane στα ελληνικά - air-, αέρα, στον αέρα, αέρος
  • bendable στα ελληνικά - ευλύγιστο, καμπτόμενο, να κάμπτεται, καμπτόμενου, λυγίσιμο
  • centenary στα ελληνικά - εκατονταετηρίδα, εκατονταετηρίδας, εκατονταετία, της εκατονταετηρίδας, συμπλήρωση εκατό χρόνων
Τυχαίες λέξεις
Pier στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόλος, αποβάθρα, προβλήτα, προβλήτας, βραχίονα, την προβλήτα