Piercing στα ελληνικά
Μετάφραση: piercing, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπεραστικός, διάτρηση, τρύπημα, διάτρησης, τη διάτρηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- avidly στα ελληνικά - αχόρταγα, με μεγάλη προσοχή, διακαώς, σφοδρώς
- beneficiary στα ελληνικά - δικαιούχος, δικαιούχο, δικαιούχου, δικαιούχων, δικαιούχους
- blackmails στα ελληνικά - εκβιασμούς, εκβιασμοί, εκβιασμών, οι εκβιασμοί, τους εκβιασμούς
Τυχαίες λέξεις
Piercing στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπεραστικός, διάτρηση, τρύπημα, διάτρησης, τη διάτρηση
Μεταφράσεις: διαπεραστικός, διάτρηση, τρύπημα, διάτρησης, τη διάτρηση