Possess στα ελληνικά

Μετάφραση: possess, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έχω, κατέχω
Possess στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ameliorations στα ελληνικά - τρομακτικά, Αυτά τα τρομακτικά, τα τρομακτικά, βελτιώσεις από
  • back-current στα ελληνικά - πίσω, πλάτη, πίσω μέρος, άμυνα, back
  • biophysical στα ελληνικά - βιοφυσικές, βιοφυσική, βιοφυσικών, βιοφυσικό, βιοφυσικά
Τυχαίες λέξεις
Possess στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έχω, κατέχω