Primordial στα ελληνικά
Μετάφραση: primordial, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προϊστορικός, αρχέγονος, πρωταρχικός, πρωτογενής, αρχέγονη, αρχέγονο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adiposity στα ελληνικά - λιπαρότητα, παχυσαρκία, τη λιπαρότητα, πάχος, την παχυσαρκία
- association στα ελληνικά - σχέση
- cadmium στα ελληνικά - κάδμιο, καδμίου, το κάδμιο, του καδμίου, σε κάδμιο
Τυχαίες λέξεις
Primordial στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προϊστορικός, αρχέγονος, πρωταρχικός, πρωτογενής, αρχέγονη, αρχέγονο
Μεταφράσεις: προϊστορικός, αρχέγονος, πρωταρχικός, πρωτογενής, αρχέγονη, αρχέγονο