Proficient στα ελληνικά

Μετάφραση: proficient, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανός, προχωρημένος, καλά, ικανοί, κατέχουν, ικανό
Proficient στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • absorbed στα ελληνικά - απορροφάται, απορροφηθεί, απορροφώνται, που απορροφάται, απορροφήθηκε
  • arbitrate στα ελληνικά - διαιτητεύω
  • backflow στα ελληνικά - αντίστροφη ροή, ανάστροφη ροή, αντεπιστροφής, ανάρροιας, ανάστροφης ροής
  • bore-hole στα ελληνικά - οπής, οπή, εσωτερικής οπής, της εσωτερικής οπής, οπή διάτρησης
Τυχαίες λέξεις
Proficient στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανός, προχωρημένος, καλά, ικανοί, κατέχουν, ικανό