Purvey στα ελληνικά

Μετάφραση: purvey, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προμηθεύω, εφοδιάζω, επιφορτίζονται, οποίο επιφορτίζονται
Purvey στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acquirer στα ελληνικά - αποκτών, αγοραστή, αγοραστής, αποκτώντος, αποκτώντα
  • beguiler στα ελληνικά - απατεώνας, δελεαστής
Τυχαίες λέξεις
Purvey στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προμηθεύω, εφοδιάζω, επιφορτίζονται, οποίο επιφορτίζονται