Λέξη: διαθέσιμος

Σχετικές λέξεις: διαθέσιμος

διαθέσιμος μετάφραση, διαθέσιμος συνώνυμα, διαθέσιμος translate, διαθέσιμος στα γερμανικά, διαθέσιμος translation, διαθέσιμος перевод, διαθέσιμος χρόνος, διαθέσιμος english

Συνώνυμα: διαθέσιμος

εξοδεύσιμος, περιττός

Μεταφράσεις: διαθέσιμος

διαθέσιμος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
available, unavailable

διαθέσιμος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
disponible, disponibles, disposición, dispone, a disposición

διαθέσιμος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorliegend, vorhanden, verfügbar, erreichbar, erhältlich, lieferbar, Verfügung, zur Verfügung

διαθέσιμος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accessible, utile, abordable, disponible, praticable, approchable, disponibles, disposition, la disposition, est disponible

διαθέσιμος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disponibile, disponibili, disposizione, a disposizione, libero

διαθέσιμος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
disponível, disponíveis, disposição, acessível

διαθέσιμος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
disponibel, beschikbaar, voorhanden, liquide, beschikbare, verkrijgbaar, beschikking

διαθέσιμος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
действительный, достижимый, полезный, годный, доступный, наличный, пригодный, имеющихся, доступны, доступна, доступен

διαθέσιμος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilgjengelig, tilgjengelige, er tilgjengelig, finnes, tilgjengelig for

διαθέσιμος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillgänglig, tillgängliga, tillgängligt, finns, som finns

διαθέσιμος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarjolla, saatavissa, liikenevä, saatavana, saatavilla, käytettävissä, saattavana

διαθέσιμος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilgængelig, tilgængelige, rådighed, til rådighed, findes

διαθέσιμος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
volný, disponibilní, vhodný, užitečný, platný, přístupný, upotřebitelný, dostupný, použitelný, k dispozici, dispozici, dostupné, pro

διαθέσιμος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dostępny, przydatny, rozporządzalny, przystępny, przyswajalny, dyspozycyjny, osiągalny, dostępne, dostępna, dostępnych, dyspozycji

διαθέσιμος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felhasználható, elérhető, rendelkezésre álló, hozzáférhető, álló, rendelkezésre

διαθέσιμος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mevcut, kullanılabilir, mevcuttur, geçerli, temin

διαθέσιμος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
готівковий, наявний, корисний, годен, годний, доступний

διαθέσιμος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
në dispozicion, dispozicion, disponueshme, vendos në dispozicion, të disponueshme

διαθέσιμος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наличен, на разположение, достъпно, разположение, налична

διαθέσιμος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
даступны, даступная

διαθέσιμος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kasutatav, saadaval, kättesaadavaks, kättesaadav, kättesaadavad, puudub

διαθέσιμος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
važeći, slobodan, raspoloživ, dostupne, dostupan, dostupna, dostupni, raspolaganju

διαθέσιμος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fyrirliggjandi, í boði, boði, endurgjalds, laus, fáanleg

διαθέσιμος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasiekiamas, turimas, prieinamas, galima, prieinama

διαθέσιμος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pieejams, pieejama, pieejami, pieejamas, portālā

διαθέσιμος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Информации, достапни, достапен, на располагање, располагање

διαθέσιμος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
disponibil, disponibile, disponibila, disponibilă, accesibile

διαθέσιμος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
na voljo, na razpolago, voljo, razpolago, razpoložljivih

διαθέσιμος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
disponibilní, k, na, pre, do, o
Τυχαίες λέξεις