Reckless στα ελληνικά

Μετάφραση: reckless, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατάσθαλος, παράτολμος, απερίσκεπτος, ριψοκίνδυνος, απερίσκεπτη, αλόγιστες, απερίσκεπτο
Reckless στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adoption στα ελληνικά - υιοθεσία, υιοθέτηση, έγκριση, έκδοση, θέσπιση
  • blackbirds στα ελληνικά - κοτσύφια, κότσυφες, τα κοτσύφια, μαυροπούλια, κοτσυφιών
Τυχαίες λέξεις
Reckless στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατάσθαλος, παράτολμος, απερίσκεπτος, ριψοκίνδυνος, απερίσκεπτη, αλόγιστες, απερίσκεπτο