Repeated στα ελληνικά
Μετάφραση: repeated, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλλεπάλληλος, επαναλαμβανόμενος, επαναλαμβάνεται, επαναλαμβανόμενη, επαναλαμβάνονται, επανειλημμένες, επαναλαμβανόμενες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antiquity στα ελληνικά - αρχαιότητα, την αρχαιότητα, αρχαιότητας, αρχαία
- beater στα ελληνικά - δάρτης
- became στα ελληνικά - έγινε, έγιναν, κατέστη, γίνεται, γίνει
- burgle στα ελληνικά - κάνω διάρρηξη
Τυχαίες λέξεις
Repeated στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλλεπάλληλος, επαναλαμβανόμενος, επαναλαμβάνεται, επαναλαμβανόμενη, επαναλαμβάνονται, επανειλημμένες, επαναλαμβανόμενες
Μεταφράσεις: αλλεπάλληλος, επαναλαμβανόμενος, επαναλαμβάνεται, επαναλαμβανόμενη, επαναλαμβάνονται, επανειλημμένες, επαναλαμβανόμενες