Secluded στα ελληνικά
Μετάφραση: secluded, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απομονωμένος, ερημικός, απομονωμένη, απομονωμένο, απόμερη, απομονωμένους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absolve στα ελληνικά - απαλλάσσω
- casuistic στα ελληνικά - περιπτωσιολογία, περιπτωσιολογικά, περιπτωσιολογική, περιπτωσιολογία που
Τυχαίες λέξεις
Secluded στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απομονωμένος, ερημικός, απομονωμένη, απομονωμένο, απόμερη, απομονωμένους
Μεταφράσεις: απομονωμένος, ερημικός, απομονωμένη, απομονωμένο, απόμερη, απομονωμένους