Λέξη: έχε
Σχετικές λέξεις: έχε
έχε γεια καημένε κόσμε στίχοι, έχε περισσότερα από’ όσα δείχνεις λέγε λιγότερα απ’ όσα γνωρίζεις άκουσε πολλά και πίστευε λίγα, έχε γειά πάντα γειά, έχε το νου σου στο παιδί στίχοι, έχε το νου σου στο παιδί, έχε εμπιστοσύνη στην ζωή ξέρει τι κάνει, έχε εμπιστοσύνη στη ζωή ξέρει τι κάνει, έχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια παναγιά, έχε γεια
Μεταφράσεις: έχε
έχε στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
have, Have, Keep
έχε στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
llevar, haber, obtener, recibir, tener, poseer, Tenga, Have, Tienen
έχε στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bewirken, bekommen, habe, worden, müssen, haben, erleiden, besitzen, gebären, empfangen, annehmen, eignen, akzeptieren, entbinden, Viel, Habe
έχε στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
posséder, admettre, ont, aient, accepter, devoir, jouir, ai, accueillir, aie, porter, ayez, ait, agréer, obtenir, pousser, avoir, Avez, Vous avez des, Ayez
έχε στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
possedere, ricevere, avere, ospitare, Vi auguriamo, Hai delle, essere, disporre
έχε στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
querer, assombrar, haver, aceitar, gozar, receber, dever, ter, topar, comer, acolher, admitir, Já possui, possui, tem, Já
έχε στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
accepteren, ontvangen, krijgen, genieten, hebben, dienen, zullen, aannemen, aanvaarden, moeten, toucheren, opnemen, erkennen, opvangen, recipiëren, behoren, Heb, moet, hebt
έχε στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ополаскивать, отжить, оглядеться, доводиться, иметь, пощадить, выпить, пить, отработать, попить, кушать, завариться, арендовать, погулять, отживать, приходиться, Есть, Имейте, У, Уже
έχε στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
få, ha, godta, har, har du, må, Ta
έχε στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inneha, få, besitta, ha, äga, har, har du, Ta
έχε στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huolia, täytyä, pitää, järjestää, suostua, saada, ottaa vastaan, syödä, käyttää, vastaanottaa, omistaa, hyväksyä, olla, Onko, Onko sinulla, Have, sinulla
έχε στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
få, modtage, eje, har, have, har du, Tag
έχε στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyjádřit, ovládat, držet, obdržet, dostat, vlastnit, mít, přijmout, Pak, Have, Už, Mají
έχε στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
miewać, dysponować, jeść, przystań, być, dostawać, mieć, cechować, posiadać, mają, masz, posiada
έχε στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elkölt, van, Have, már, kell, rendelkezik
έχε στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
almak, var, yazıldı, sahip, mı, bilgisi
έχε στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
є, мати, майте, доводитися, матиме, матимуть, Иметь
έχε στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pranoj, kam, ketë, Kanë, të ketë, Have
έχε στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
имам, Има, Имате, Имат, Имат ли
έχε στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
штурхаць, атрымлiваць, атрымоўваць, прыймаць, абавязак, насiць, мець
έχε στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
omama, pidama, olema, on, Kas, Have, olla
έχε στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
su, imati, ste, sam, morati, trebati, imate, Jeste, imate li
έχε στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hafa, eiga, hefur, höfum, have, ert
έχε στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
turėti, gauti, Have, turi, Ar, turime
έχε στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piekrist, izbaudīt, izjust, būt, saņemt, pieņemt, ir, Vai, Have, Vai esat
έχε στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
имаат, Имајте, Дали, има, да имаат
έχε στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
avea, susţine, poseda, Ai, Atunci, Au, trebui
έχε στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
imeti, mít, imajo, ima, imeli, morajo
έχε στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mať, byť, mať toto