Settle στα ελληνικά

Μετάφραση: settle, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κανονίζω, εγκαθίσταμαι
Settle στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • advantages στα ελληνικά - πλεονεκτήματα, πλεονεκτημάτων, τα πλεονεκτήματα, πλεονεκτήματα που, οφέλη
  • brethren στα ελληνικά - αδελφοί, αδελφούς, αδελφών, τους αδελφούς, οι αδελφοί
Τυχαίες λέξεις
Settle στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κανονίζω, εγκαθίσταμαι