Skilled στα ελληνικά

Μετάφραση: skilled, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έντεχνος, έμπειρος, έμπειρους, ειδικευμένους, εξειδικευμένο, ειδικευμένο
Skilled στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alas στα ελληνικά - αλίμονο, δυστυχώς, φευ
  • atmosphere στα ελληνικά - ατμόσφαιρα, ατμόσφαιρας, περιβάλλον, κλίμα
  • bankbook στα ελληνικά - βιβλιάριο, βιβλιάριο καταθέσεων, βιβλιάριο επιταγών, τραπεζικών καταθέσεων
Τυχαίες λέξεις
Skilled στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έντεχνος, έμπειρος, έμπειρους, ειδικευμένους, εξειδικευμένο, ειδικευμένο