Sort στα ελληνικά

Μετάφραση: sort, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τακτοποιώ, ξεδιαλέγω, τύπος, είδος
Sort στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apprehensive στα ελληνικά - ανήσυχος
  • avatars στα ελληνικά - άβαταρ, είδωλα, τα είδωλα, αβατάρ
  • back-breaking στα ελληνικά - κοπιαστική
  • celery στα ελληνικά - σέλινο, το σέλινο, σέλινου, ραβδώσεις, με ραβδώσεις
Τυχαίες λέξεις
Sort στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τακτοποιώ, ξεδιαλέγω, τύπος, είδος