Subsist στα ελληνικά
Μετάφραση: subsist, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπάρχω, ζω, υφίσταμαι, εξακολουθούν να υφίστανται, Υφίστανται ακόμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- allowance στα ελληνικά - επιχορήγηση, επίδομα, αποζημίωση, επιδόματος, αποζημίωσης, το επίδομα
- aperitif στα ελληνικά - απεριτίφ, ένα απεριτίφ, για απεριτίφ, το απεριτίφ
- bandoleer στα ελληνικά - ζώνη φυσιγγίων
- censer στα ελληνικά - θυμιατήρι, θυμιατό, θυμιατού, θυμιατήριον, θυμιατηρίου
Τυχαίες λέξεις
Subsist στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι, εξακολουθούν να υφίστανται, Υφίστανται ακόμα
Μεταφράσεις: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι, εξακολουθούν να υφίστανται, Υφίστανται ακόμα