Toil στα ελληνικά

Μετάφραση: toil, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόχθος, κόπος
Toil στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abeyance στα ελληνικά - αναβολή, εκκρεμότητα
  • boil-proof στα ελληνικά - βράσει, βρασμό, βράση, βράζουμε, σημείο βρασμού
Τυχαίες λέξεις
Toil στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόχθος, κόπος