Λέξη: πνεύμονας

Σχετικές λέξεις: πνεύμονας

σιδερένιος πνεύμονας, πνεύμονας ανατομία, ινώδης πνεύμονας, πνεύμονας καρκίνος, πνεύμονας καπνιστή, υγρό πνεύμονας, τεχνητόσ πνεύμονασ, πνεύμονας εμφύσημα, πνεύμονας υγραερίου

Συνώνυμα: πνεύμονας

πνεύμων, πνευμόνι

Μεταφράσεις: πνεύμονας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lung, lungs, lung is, the lung
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bofe, pulmón, pulmonar, de pulmón, pulmones, del pulmón
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Lunge, Lungen, Lungenkrebs
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pulmonaire, poumon, poumons, pulmonaires, du poumon
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
polmone, polmonare, polmoni, del polmone, ai polmoni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
almoço, almoçar, pulmão, pulmonar, de pulmão, do pulmão, pulmões
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
long, longen, long-, longkanker, de longen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
легкое, лёгкое, легких, легкого, легкие, легочной
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lunge, lungene, lungen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lunga, lung, lungan
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keuhko, keuhkojen, lung, keuhkoissa, keuhko-
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lunge, lungerne, lungen, lunge-, lunger
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plíce, plic, plicní, plicních, plicního
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
płuco, płuc, płuca, lung
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tüdő, tüdőben, tüdő-, a tüdő, tüdőrák
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
akciğer, akci¤er, dışı akciğer, ciğer
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
закусочна, легке, легкий, легеня, легка, легку
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mushkëri, mushkërive, të mushkërive, i mushkërive, në mushkëri
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бял дроб, белия дроб, белите дробове, на белия дроб, на белите дробове
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лёгкае, лёгкі, лёгкая, легкое, лёгкую
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kops, kopsu, kopsude, kopsu-, kopsus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
plućno krilo, pluća, plućne, plućima, plućna
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lungum, lunga, í lungum, lungna, lungu
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plautis, plaučių, plaučiai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plauša, plaušu, plaušas, plaušās
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
на белите дробови, белите дробови, белите, на белите, белодробни
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
plămân, pulmonar, pulmonare, pulmonară, pulmonar cu
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pljuča, lung, pljuč, pljučni, pljučih
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pľúca, pľúc
Τυχαίες λέξεις