Vaccinate στα ελληνικά

Μετάφραση: vaccinate, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμβολιάζω, εμβολιασμό, εμβολιάσει, εμβολιάζουν, εμβολιάσουν, τον εμβολιασμό
Vaccinate στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • assemblywoman στα ελληνικά - Assemblywoman
  • carbonic στα ελληνικά - ανθρακικής, καρβονικής, ανθρακική, το ανθρακικό, καρβονικού
  • caustics στα ελληνικά - καυστικές ουσίες, καυστικά, καυστικών, εστιακή κηλίδα
Τυχαίες λέξεις
Vaccinate στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμβολιάζω, εμβολιασμό, εμβολιάσει, εμβολιάζουν, εμβολιάσουν, τον εμβολιασμό