Λέξη: υιοθεσία
Σχετικές λέξεις: υιοθεσία
υιοθεσία αναδοχή, υιοθεσία ενηλίκων, υιοθεσία γάτας, υιοθεσία αλλοδαπού ανηλίκου, υιοθεσία ανηλίκου, υιοθεσία στην ελλάδα, υιοθεσία νομοθεσία, υιοθεσία σκύλων, υιοθεσία και αναδοχή, υιοθεσία από ομοφυλόφιλους
Συνώνυμα: υιοθεσία
υιοθέτηση
Μεταφράσεις: υιοθεσία
υιοθεσία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adoption, adoption of, adoption is
υιοθεσία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adopción, aprobación, la adopción, adoptar, de adopción
υιοθεσία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aneignung, adoption, annahme, übernahme, Verabschiedung, Annahme, Übernahme, Adoption, Erlass
υιοθεσία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acceptation, adoption, admission, agrégation, agrément, appropriation, réception, accueil, l'adoption, adopter, adoption de
υιοθεσία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accettazione, accoglienza, adozione, dell'adozione, all'adozione, l'adozione, approvazione
υιοθεσία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acolhimento, adopção, acolhida, admissão, aceitação, adoção, aprovação, a adopção, a adoção
υιοθεσία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanvaarding, opname, onthaal, aanneming, ontvangst, toelating, adoptie, goedkeuring, vaststelling, invoering
υιοθεσία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приём, выбор, усыновление, усыновить, заимствование, прием, усвоение, внедрение, принятие, принятия, утверждение
υιοθεσία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
adopsjon, vedtakelsen, vedtaket, vedtatt, innføringen
υιοθεσία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
accepterande, antagande, adoptering, accept, antagandet, antas, anta, antagits
υιοθεσία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyväksyminen, adoptio, käyttöönotto, vastaanotto, omaksuminen, hyväksymistä, hyväksymisen, hyväksymisestä, antamisen
υιοθεσία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
adoption, vedtagelse, vedtagelsen, vedtaget, vedtages, vedtage
υιοθεσία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
osvojení, adopce, přijetí, schválení, převzetí, přijímání, přijetím
υιοθεσία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyjęcie, przybranie, adopcja, przysposobienie, przyjęcia, przyjęciu, przyjmowanie
υιοθεσία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
örökbefogadás, elfogadás, adoptálás, elfogadása, elfogadását, elfogadásának, elfogadására
υιοθεσία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kabul, benimseme, benimsenmesi, kabulü, kabul edilmesi
υιοθεσία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ухвалювання, запозичання, прийняття, ухвалення, вжиття
υιοθεσία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
adoptim, birësim, miratim, miratimi, adoptimi
υιοθεσία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
осиновяване, приемане, приемането, осиновяването, възприемане
υιοθεσία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыняцце, прыняцьце, прыняццё, прыняцьцё
υιοθεσία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lapsendamine, omaksvõtt, adaptatsioon, vastuvõtmine, vastuvõtmise, vastuvõtmist, võtmine, vastuvõtmiseks
υιοθεσία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izbor, uvođenje, donošenje, biranje, usvojenje, usvajanje, prihvaćanje, usvajanja
υιοθεσία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ættleiðing, samþykkt, upptaka, Innleiðing, upptöku
υιοθεσία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įvaikinimas, priėmimas, priimti, priėmimo, patvirtinimas, Priėmus
υιοθεσία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
adoptēšana, pieņemšana, adopcija, pieņemšanu, pieņemot
υιοθεσία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
усвојување, донесување, посвојување, усвојувањето, донесувањето
υιοθεσία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
recepţie, adoptare, adopție, adoptarea, adoptării, la adoptarea
υιοθεσία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prijeti, sprejetje, sprejem, sprejetjem, sprejetja, sprejetju
υιοθεσία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prijatie, prijatia, prijatí, prijatiu, prijať
Στατιστικά δημοτικότητας: υιοθεσία
Τυχαίες λέξεις