Vain στα ελληνικά

Μετάφραση: vain, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξιπασμένος, μάταιος, ματαιόδοξος, εγωκεντρικός, μάταια, μάταιη, μάταιες
Vain στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • authoritarianism στα ελληνικά - απολυταρχισμός, αυταρχισμό, αυταρχισμού, τον αυταρχισμό, απολυταρχισμό
  • bored στα ελληνικά - βαρεθεί, βαριούνται, βαριέται, βαρεθείτε, βαριεστημένοι
  • captivator στα ελληνικά - δελεαστής
Τυχαίες λέξεις
Vain στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξιπασμένος, μάταιος, ματαιόδοξος, εγωκεντρικός, μάταια, μάταιη, μάταιες