Λέξη: εθίζω
Σχετικές λέξεις: εθίζω
εθίζω παράγωγα
Συνώνυμα: εθίζω
συνειθίζω σε κάτι κακό, θέτω υπό όρους, επανακαθιστώ, τελώ υπό αίρεση, εξαρτώ, διέπω
Μεταφράσεις: εθίζω
εθίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
addict
εθίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adicto, adicto a, adicto al, adicta, adicto a la
εθίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Süchtige, Süchtigen, addict, Süchtiger
εθίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
toxicomane, drogué, intoxiquée, enthousiaste, intoxiqué, addict, dépendant, accro
εθίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tossicodipendente, addict, dipendente, dedita, persona dedita
εθίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
viciado, viciado em, adicto, viciado do, toxicodependente
εθίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verslaafde, addict, verslaafde van, de Verslaafde van, verslaafd
εθίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наркоман, наркоманом, наркомана, наркозависимости, зависимый
εθίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stoffmisbruker, addict, rusavhengig, rusavhengige, misbruker
εθίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
missbrukare, addict, knarkare, missbrukaren
εθίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
riippuvainen, narkomaani, addikti, addict, addiktin, riippuvuus
εθίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
narkoman, addict, misbrugeren, afhængig, afhængige
εθίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
toxikoman, nadšenec, narkoman, narkomanka, závislý, fanoušek, závislý na
εθίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nałogowiec, entuzjasta, narkoman, uprawiać, oddawać, addict, uzależniony, uzależniony od
εθίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rabja, addict, drogos, drogfüggő, szenvedélybeteg
εθίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tiryaki, bağımlı, bağımlısı, addict, bağımlısıyım
εθίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наркоман
εθίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i droguar, droguar, varësinë e, varësinë, i varur
εθίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наркоман, пристрастен, пристрастен към, пристрастена, пристрастена към
εθίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
наркаман, наркамана, наркоман
εθίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
narkomaan, sõltlane, sõltlast, Addict
εθίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
adikt, ovisnik, narkoman, ovisnica, addict
εθίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fíkill, fíklar, fíkillinn, fíkill í, fíkli
εθίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
narkomanas, priklausomasis, narkomanu, addict
εθίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
narkotiķis, atkarīgais, Many Talents, Addict, atkarības
εθίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зависникот, зависник, зависник од
εθίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vicios, dependent, dependent de, dependentă, dependentă de
εθίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
narkoman, odvisnik, addict, odvisnika, zasvojene, zasvojenec
εθίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
narkoman