Walking στα ελληνικά
Μετάφραση: walking, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περπάτημα, περίπατος, πόδια, τα πόδια, περπατώντας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adjacently στα ελληνικά - παραπλεύρως, παρακείμενα, προσκείμενα, γειτονικώς, ένα πλησίον
- armiger στα ελληνικά - Armiger
- articulating στα ελληνικά - άρθρωσης, αρθρώνοντας, αρθρωτές, αρθρικών, αρθρωτός
Τυχαίες λέξεις
Walking στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περπάτημα, περίπατος, πόδια, τα πόδια, περπατώντας
Μεταφράσεις: περπάτημα, περίπατος, πόδια, τα πόδια, περπατώντας