Widen στα ελληνικά
Μετάφραση: widen, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλαταίνω, φαρδαίνω, διευρύνω, διευρύνουν, διευρύνει, διευρυνθεί, να διευρύνει, να διευρύνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- acid-resistant στα ελληνικά - ανθεκτικά σε οξύ, ανθεκτικά στα οξέα, ανθεκτικό στα οξέα, ανθεκτική στα οξέα, ανθεκτικά σε οξέα
- actress στα ελληνικά - ηθοποιός, ηθοποιό, ηθοποιού, την ηθοποιό, η ηθοποιός
- cerebrally στα ελληνικά - εγκεφαλικά
Τυχαίες λέξεις
Widen στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλαταίνω, φαρδαίνω, διευρύνω, διευρύνουν, διευρύνει, διευρυνθεί, να διευρύνει, να διευρύνουν
Μεταφράσεις: πλαταίνω, φαρδαίνω, διευρύνω, διευρύνουν, διευρύνει, διευρυνθεί, να διευρύνει, να διευρύνουν