Ëmbël στα ελληνικά
Μετάφραση: ëmbël, Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αλβανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ωραία, γλυκός, καραμέλα, ευχάριστα, γλυκέως, γλυκά, γλυκιά, του γλυκά
Μεταφράσεις
- çukë στα ελληνικά - κορυφή, ύψος, Τσούκε
- ëma στα ελληνικά - μητέρα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική
- ëmbëlsirë στα ελληνικά - καραμέλα, επιδόρπιο, γλυκός, γλυκό, επιδορπίων, το επιδόρπιο, Επιδόρπιο Στοιχεία εστιατορίου
- ëmë στα ελληνικά - μητέρα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική
Τυχαίες λέξεις
Ëmbël στα ελληνικά - Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ωραία, γλυκός, καραμέλα, ευχάριστα, γλυκέως, γλυκά, γλυκιά, του γλυκά
Μεταφράσεις: ωραία, γλυκός, καραμέλα, ευχάριστα, γλυκέως, γλυκά, γλυκιά, του γλυκά