Dobësoj στα ελληνικά
Μετάφραση: dobësoj, Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αλβανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδυναμώνομαι, αποδυναμώνω, εξασθενούν, εξασθενεί, εξασθένηση, εξασθενίζει, μετριάσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dobësi στα ελληνικά - αδυναμία, αδυναμίας, αδυναμίες, την αδυναμία, η αδυναμία
- dobësohem στα ελληνικά - αποδυναμώνομαι, αποδυναμώνω, άμπωτη, άμπωτης, ebb, ύφεση, άμπωτις
- dobët στα ελληνικά - αδύναμος, ελαφρύς, μικρός, προσβάλλω, ανίσχυρος, αδυνατίζω, θίγω, ...
- dokument στα ελληνικά - έγγραφο, εγγράφου, εγγράφων, το έγγραφο, έγγραφο που
Τυχαίες λέξεις
Dobësoj στα ελληνικά - Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδυναμώνομαι, αποδυναμώνω, εξασθενούν, εξασθενεί, εξασθένηση, εξασθενίζει, μετριάσει
Μεταφράσεις: αποδυναμώνομαι, αποδυναμώνω, εξασθενούν, εξασθενεί, εξασθένηση, εξασθενίζει, μετριάσει