Lot στα ελληνικά

Μετάφραση: lot, Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αλβανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκίζω, σχίζω, δάκρυ, σχίσιμο, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί
Lot στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lopatë στα ελληνικά - τσάπα, φτυάρι, φτυαριστές, φτυαριού, φτυάρι για
  • lopë στα ελληνικά - αγελάδα, αγελάδας, αγελάδων, αγελάδες, αγελαδινό
  • loz στα ελληνικά - έργο, παίζω, πράξη, παριστάνω, έργα, θεατρικά έργα, παίζει, ...
  • luaj στα ελληνικά - παίζω, παριστάνω, πράξη, έργο, παιχνίδι, παίξει, παίξετε, ...
Τυχαίες λέξεις
Lot στα ελληνικά - Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκίζω, σχίζω, δάκρυ, σχίσιμο, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί