Mjerë στα ελληνικά

Μετάφραση: mjerë, Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αλβανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυστυχισμένος, άθλιος, χάλια, ελεεινός, κακόμοιρος, σκουλήκι, Worm, τύπου worm, ιός τύπου worm, ιό τύπου worm
Mjerë στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mjekësi στα ελληνικά - ιατρική, φάρμακο, ιατρικής, το φάρμακο, φαρμάκου
  • mjerim στα ελληνικά - δυστυχία, μιζέρια, αθλιότητα, δυστυχίας, τη δυστυχία
  • mjeshtër στα ελληνικά - αφέντης, δεξιοτέχνης, εμπειρογνώμονας, μετρ, κύριος, ειδικός, εμπειρογνώμων, ...
  • mjeshtëri στα ελληνικά - ικανότητα, επιδεξιότητα, τέχνη, φιλοτεχνία, εργασία, κατασκευής, ποιότητα κατασκευής, ...
Τυχαίες λέξεις
Mjerë στα ελληνικά - Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυστυχισμένος, άθλιος, χάλια, ελεεινός, κακόμοιρος, σκουλήκι, Worm, τύπου worm, ιός τύπου worm, ιό τύπου worm