Λέξη: καταπέλτης

Σχετικές λέξεις: καταπέλτης

καταπέλτης θηραμάτων, καταπέλτης συνώνυμο, καταπέλτης συστροφής, καταπέλτης βικιπαιδεια, καταπέλτης θηραμάτων τηλεχειριζόμενος, καταπέλτης παιχνιδια, καταπέλτης ετυμολογία, καταπέλτης πλοίου, καταπέλτησ game, καταπέλτης κατασκευη

Συνώνυμα: καταπέλτης

σφεντόνα

Μεταφράσεις: καταπέλτης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
catapult, trebuchet, catapults
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
honda, catapulta, la catapulta, catapulta de, de catapulta, catapult
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schleuder, katapult, katapultieren, Katapult, Schleuder
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fronde, catapulte, dérapage, catapulter, lance-pierres, la catapulte, catapult, catapultes
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
catapulta, frombola, fionda, catapult, catapulta di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
catapulta, catapult, da catapulta, catapultar, de catapulta
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
katapult, catapult, de katapult, een katapult, katapult te
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
катапульта, рогатка, катапульты, катапультой
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
katapult, katapulten, katapulten til, catapult
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
katapult, katapulten, slangbåge, katapult för
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
linko, ritsa, katapultti, Catapult, singota, heittokone
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
katapult, katapulten, catapult, slangebøsse
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prak, katapult, katapultem, katapultovat, katapultní, catapult
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
proca, katapulta, katapultować, katapulty, catapult
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
katapult, katapultot, a katapult, catapult
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sapan, mancınık, catapult, mancınık ile, fırlatmak
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рогатка, катапульта
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
katapultë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
катапулт, катапулта, прашка
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
катапульта
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
katapult, ragulka, kada, catapult, on ragulka, paiskama
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
katapult, catapult, praćka, katapulta, katapultirati
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
catapult
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
timpa, katapulta, katapultą, Catapult, Kaķene
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
katapulta, kaķene, katapultu, Catapult, katapultas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
катапулт
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
catapulta, catapultă, catapult, catapultei, praștie
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
katapult, catapult, Prača, Katapultirati, nenadoma
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prak, katapult
Τυχαίες λέξεις