Përhershëm στα ελληνικά

Μετάφραση: përhershëm, Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αλβανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύρος, όρθιος, μόνιμος, διαρκής, Μόνιμη, Μόνιμων, των Μόνιμων
Përhershëm στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • përgjithshëm στα ελληνικά - γενικός, στρατηγός, συνηθισμένος, κοινός, γενική, γενικό, γενικού, ...
  • përhap στα ελληνικά - επέκταση, μοιράζω, διανέμω, εκπέμπω, απονέμω, μεταδίδω, απλώνω, ...
  • përjetshëm στα ελληνικά - ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, διάρκεια ζωής
  • përkas στα ελληνικά - ανήκω, ανήκουν, ανήκει, να ανήκουν, υπάγονται
Τυχαίες λέξεις
Përhershëm στα ελληνικά - Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύρος, όρθιος, μόνιμος, διαρκής, Μόνιμη, Μόνιμων, των Μόνιμων