Λέξη: ανώμαλο
Σχετικές λέξεις: ανώμαλο
ανώμαλο φαινόμενο hall, ανώμαλο θερμίδες, γλυκό ανώμαλο, ανώμαλο φορτίο 1977, ανώμαλο φαινόμενο zeeman, ανώμαλο φορτίο, ανώμαλο ρήμα
Μεταφράσεις: ανώμαλο
ανώμαλο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
irregular, rough, abnormal, uneven, bumpy, anomalous
ανώμαλο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
irregular, áspero, Rough, duro, aproximado, áspera del
ανώμαλο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ordnungswidrig, unregelmäßig, partisane, irregulär, guerillakämpfer, rau, roh, grob, raue, Grobe
ανώμαλο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
désordonné, irrégulier, anomal, incorrect, inégal, franc-tireur, capricant, rugueux, rude, grossier, accidenté, dur
ανώμαλο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
saltuario, eteroclito, irregolare, disuguale, ruvido, grezzo, duro, approssimativo, rude
ανώμαλο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
áspero, duro, rude, acidentado, grosseiro
ανώμαλο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onregelmatig, ruw, ruig, ruwe, Rough, ruige
ανώμαλο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
незаконный, несвоевременный, аномалия, неправильный, незакономерный, нерегулярный, иррегулярный, грубый, грубо, Rough, Грубая, черновой
ανώμαλο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uregelmessig, Rough, grov, røff, grovt, ujevn
ανώμαλο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oregelbunden, Grov, Rough, Grovt, ojämna
ανώμαλο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
epäsäännöllinen, ajoittainen, säännötön, poikkeava, karkea, Rough, Kovakourainen, karhea, Karkeat
ανώμαλο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Rough, Groft, Ru, uslebne, Grov
ανώμαλο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nepravidelný, neuspořádaný, nestejnoměrný, nesprávný, neregulérní, hrubý, drsný, Rough, Hrubé, Hrubování
ανώμαλο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nierówny, nieprzepisowy, nieporządny, nieregularny, niemiarowy, nieprawidłowy, nieregularność, nierównomierny, niesłuszny, szorstki, szorstka, szorstkie, rough, Nieostrożne
ανώμαλο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rendhagyó, durva, Rough, nyers, érdes, A durva
ανώμαλο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düzensiz, kaba, pürüzlü, sert, zor, engebeli
ανώμαλο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неспростовний, незаперечний, безсуперечний, грубий, Тонкий, Щільний, Незанадто грубий, брутальний
ανώμαλο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i përafërt, përafërt, Rough, të përafërt, të ashpër
ανώμαλο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нерегулярния, груб, грубо, Rough, При грубо, Груба
ανώμαλο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
грубы, грубіянскі, Грубый, Рэзкі, грубага
ανώμαλο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ebaregulaarne, korrapäratu, töötlemata, karm, Rough, kare, krobeline
ανώμαλο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nepravilnog, nepravilno, nepravilan, neredovan, grubo, grub, Rough, Gruba, hrapavom
ανώμαλο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afbrigðilegur, Rough, gróft, Óvarleg, álinn, Gróf
ανώμαλο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šiurkštus, grubus, Šiurkščiai, Grublėtas, nelygus
ανώμαλο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aptuvens, raupjš, rupjš, nelīdzens, Iekārtas nelīdzenām
ανώμαλο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Грубото, груба, груб, грубо, Rough
ανώμαλο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
neregulat, dur, Rough, aspru, accidentat, brut
ανώμαλο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Grobo, Rough, groba, Težaven, neobdelan
ανώμαλο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nepravidelný, hrubý, hrubého, hrubé, bielkovina, drsný
Τυχαίες λέξεις